ίτυς: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-υος, η (Α [[ἴτυς]])<br /><b>1.</b> η [[στεφάνη]], η [[περιφέρεια]] ή το [[χείλος]] αντικειμένων με κυκλικό ή καμπυλωτό [[σχήμα]], η [[άντυξ]]<br /><b>2.</b> το καμπύλο εσωτερικό θόλου ή αψίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρογγυλή [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[προφυλακτήρας]] του τρυπάνου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἴτυς]] βλεφάρων» — το καμπύλο, το [[κύρτωμα]] τών βλεφάρων<br />β) «[[ἴτυς]] πλευρών» — η [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fί</i>-<i>τυς</i>, που ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>wi</i>- της ΙΕ ρίζας <i>wei</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» (πρβλ. [[ιτέα]]) και συνδέεται με λατ. <i>vi</i><i>ē</i><i>re</i> «[[στρέφω]]», αρχ. ινδ. <i>vyayati</i> «στρέφει», λιθουαν. <i>veju</i> «[[στρέφω]]». Η λ. εμφανίζει κατάλ. -<i>τυς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>tu</i>- ή -<i>tw</i>-) που μαρτυρείται και σε αρχ. πρωσ. <i>witway</i> «[[ιτιά]]», αρχ. σλαβ. <i>vĕtvĭ</i> «[[κλαδί]]». Η λατ. λ. <i>vitus</i> «[[ίτυς]]» αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] τον τ. [[ἴτυς]], [[αλλά]] [[είναι]] πιθ. να αποτελεί [[δάνειο]]].
|mltxt=-υος, η (Α [[ἴτυς]])<br /><b>1.</b> η [[στεφάνη]], η [[περιφέρεια]] ή το [[χείλος]] αντικειμένων με κυκλικό ή καμπυλωτό [[σχήμα]], η [[άντυξ]]<br /><b>2.</b> το καμπύλο εσωτερικό θόλου ή αψίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρογγυλή [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[προφυλακτήρας]] του τρυπάνου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἴτυς]] βλεφάρων» — το καμπύλο, το [[κύρτωμα]] τών βλεφάρων<br />β) «[[ἴτυς]] πλευρών» — η [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fί</i>-<i>τυς</i>, που ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>wi</i>- της ΙΕ ρίζας <i>wei</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» (πρβλ. [[ιτέα]]) και συνδέεται με λατ. <i>vi</i><i>ē</i><i>re</i> «[[στρέφω]]», αρχ. ινδ. <i>vyayati</i> «στρέφει», λιθουαν. <i>veju</i> «[[στρέφω]]». Η λ. εμφανίζει κατάλ. -<i>τυς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>tu</i>- ή -<i>tw</i>-) που μαρτυρείται και σε αρχ. πρωσ. <i>witway</i> «[[ιτιά]]», αρχ. σλαβ. <i>vĕtvĭ</i> «[[κλαδί]]». Η λατ. λ. <i>vitus</i> «[[ίτυς]]» αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] τον τ. [[ἴτυς]], [[αλλά]] [[είναι]] πιθ. να αποτελεί [[δάνειο]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-υος, η (Α ἴτυς)
1. η στεφάνη, η περιφέρεια ή το χείλος αντικειμένων με κυκλικό ή καμπυλωτό σχήμα, η άντυξ
2. το καμπύλο εσωτερικό θόλου ή αψίδας
αρχ.
1. στρογγυλή ασπίδα
2. (ειδ.) προφυλακτήρας του τρυπάνου
3. φρ. α) «ἴτυς βλεφάρων» — το καμπύλο, το κύρτωμα τών βλεφάρων
β) «ἴτυς πλευρών» — η πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -τυς, που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα wi- της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω» (πρβλ. ιτέα) και συνδέεται με λατ. viēre «στρέφω», αρχ. ινδ. vyayati «στρέφει», λιθουαν. veju «στρέφω». Η λ. εμφανίζει κατάλ. -τυς (< -tu- ή -tw-) που μαρτυρείται και σε αρχ. πρωσ. witway «ιτιά», αρχ. σλαβ. vĕtvĭ «κλαδί». Η λατ. λ. vitus «ίτυς» αντιστοιχεί ακριβώς προς τον τ. ἴτυς, αλλά είναι πιθ. να αποτελεί δάνειο].