αγιογδύτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -ισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που κλέβει [[ακόμη]] και τους αγίους, που απογυμνώνει [[ακόμη]] και τους ιερούς τόπους, [[ιερόσυλος]]<br /><b>2.</b> [[αισχροκερδής]], [[τοκογλύφος]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[γδύνω]]].
|mltxt=ο (θηλ. -ισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που κλέβει [[ακόμη]] και τους αγίους, που απογυμνώνει [[ακόμη]] και τους ιερούς τόπους, [[ιερόσυλος]]<br /><b>2.</b> [[αισχροκερδής]], [[τοκογλύφος]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[γδύνω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα)
1. αυτός που κλέβει ακόμη και τους αγίους, που απογυμνώνει ακόμη και τους ιερούς τόπους, ιερόσυλος
2. αισχροκερδής, τοκογλύφος, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + γδύνω].