αδιαμόρφωτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιαμόρφωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει πάρει [[ακόμη]] την τελική του [[μορφή]], [[ασχημάτιστος]], [[αδιάπλαστος]], αφορμάριστος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιαμόρφωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει πάρει [[ακόμη]] την τελική του [[μορφή]], [[ασχημάτιστος]], [[αδιάπλαστος]], αφορμάριστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διαμορφώνω]], <i>διαμορφῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιαμόρφωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει πάρει ακόμη την τελική του μορφή, ασχημάτιστος, αδιάπλαστος, αφορμάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < διαμορφώνω, διαμορφῶ].