αεροπέδη: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ή [[φθορέας]] spoiler)<br /><b>(Αερον.)</b> μικρή στενή [[πλάκα]] ή [[σειρά]] από πλάκες, ή [[άλλη]] [[διάταξη]] που προεξέχει από την [[επάνω]] [[επιφάνεια]] της πτέρυγας ή από την άτρακτο του αεροπλάνου και χρησιμεύει για να αυξήσει την [[οπισθέλκουσα]], υποβοηθώντας [[έτσι]] την [[επιβράδυνση]] του αεροπλάνου. Λέγεται και [[αερόφρενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>air brake</i>].
|mltxt=η (ή [[φθορέας]] spoiler)<br /><b>(Αερον.)</b> μικρή στενή [[πλάκα]] ή [[σειρά]] από πλάκες, ή [[άλλη]] [[διάταξη]] που προεξέχει από την [[επάνω]] [[επιφάνεια]] της πτέρυγας ή από την άτρακτο του αεροπλάνου και χρησιμεύει για να αυξήσει την [[οπισθέλκουσα]], υποβοηθώντας [[έτσι]] την [[επιβράδυνση]] του αεροπλάνου. Λέγεται και [[αερόφρενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>air brake</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (ή φθορέας spoiler)
(Αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες, ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια της πτέρυγας ή από την άτρακτο του αεροπλάνου και χρησιμεύει για να αυξήσει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την επιβράδυνση του αεροπλάνου. Λέγεται και αερόφρενο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + πέδη
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. air brake].