αγορανόμος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀγορανόμος]])<br />[[υπάλληλος]] της αγορανομίας, επιφορτισμένος με την [[επίβλεψη]] του καθορισμού και του ελέγχου τών τιμών, [[καθώς]] και της ποιότητας τών ειδών [[προς]] [[πώληση]]<br /><b>αρχ.</b><br />οι αγορανόμοι στην αρχαία [[Ελλάδα]] και τη [[Ρώμη]] ήταν αστυνομικοί άρχοντες, αρμόδιοι [[κυρίως]] για την [[εφαρμογή]] τών σχετικών με την [[αγορά]] νόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγορανομία]], [[αγορανομικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγορανόμιον]], [[ἀγορανόμιος]], <i>ἀγορανομῶ</i>].
|mltxt=ο (Α [[ἀγορανόμος]])<br />[[υπάλληλος]] της αγορανομίας, επιφορτισμένος με την [[επίβλεψη]] του καθορισμού και του ελέγχου τών τιμών, [[καθώς]] και της ποιότητας τών ειδών [[προς]] [[πώληση]]<br /><b>αρχ.</b><br />οι αγορανόμοι στην αρχαία [[Ελλάδα]] και τη [[Ρώμη]] ήταν αστυνομικοί άρχοντες, αρμόδιοι [[κυρίως]] για την [[εφαρμογή]] τών σχετικών με την [[αγορά]] νόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγορανομία]], [[αγορανομικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγορανόμιον]], [[ἀγορανόμιος]], <i>ἀγορανομῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἀγορανόμος)
υπάλληλος της αγορανομίας, επιφορτισμένος με την επίβλεψη του καθορισμού και του ελέγχου τών τιμών, καθώς και της ποιότητας τών ειδών προς πώληση
αρχ.
οι αγορανόμοι στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη ήταν αστυνομικοί άρχοντες, αρμόδιοι κυρίως για την εφαρμογή τών σχετικών με την αγορά νόμων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγορά + -νόμος < νέμω.
ΠΑΡ. αγορανομία, αγορανομικός
αρχ.
ἀγορανόμιον, ἀγορανόμιος, ἀγορανομῶ].