ακαμπής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-ούς), -ές (Α [[ἀκαμπής]])<br />[[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], [[ίσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αλύγιστος]], [[ασυγκίνητος]]<br />«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (<b>Πλούτ.</b> 959 f)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[ανυποχώρητος]]<br /><b>3.</b> [[αναπόφευκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(-ούς), -ές (Α [[ἀκαμπής]])<br />[[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], [[ίσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αλύγιστος]], [[ασυγκίνητος]]<br />«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (<b>Πλούτ.</b> 959 f)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[ανυποχώρητος]]<br /><b>3.</b> [[αναπόφευκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
(-ούς), -ές (Α ἀκαμπής)
άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιος
αρχ.
1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος
«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f)
2. σταθερός, ανυποχώρητος
3. αναπόφευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -καμπὴς < κάμπτω.