αλήτης: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀλήτης]]) (θηλ. Ν -ήτισσα, Α -ῆτις)<br />αυτός που περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους, [[επαίτης]], [[τυχοδιώκτης]], [[κακοποιός]], [[αγύρτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο κακής διαγωγής [[άνθρωπος]] ή αυτός που ρέπει [[προς]] το [[κακό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιπλανιέται, που τριγυρνά εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αγυρτικός]], [[αλήτικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. [[κυρίως]] ποιητική, που απαντά και στον Ηρόδοτο και σπανιότερα στους μεταγενέστερους πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με το ρ. <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]» και [[επομένως]] η κυριολεκτική της [[σημασία]] [[είναι]] «[[πλάνης]], περιπλανώμενος». Αρχικά η λ. [[ἀλήτης]] εχρησιμοποιείτο [[κυρίως]] ως [[χαρακτηρισμός]] για ζητιάνους<br />στην [[τραγωδία]] εξάλλου η λ. προσδιόριζε [[συχνά]] και εξόριστους. Από την αρχική αυτή [[χρήση]] της λ. προήλθε πιθανότατα και η μειωτική της [[σημασία]] «[[αγύρτης]], [[κακοποιός]]», που [[είναι]] γνωστή ήδη στην [[αρχαιότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλητεύω]], <i>ἀλητικὸς</i> (νεοελλ. [[αλήτικος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλητόπαιδο]]].
|mltxt=ο (Α [[ἀλήτης]]) (θηλ. Ν -ήτισσα, Α -ῆτις)<br />αυτός που περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους, [[επαίτης]], [[τυχοδιώκτης]], [[κακοποιός]], [[αγύρτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο κακής διαγωγής [[άνθρωπος]] ή αυτός που ρέπει [[προς]] το [[κακό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιπλανιέται, που τριγυρνά εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αγυρτικός]], [[αλήτικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λ. [[κυρίως]] ποιητική, που απαντά και στον Ηρόδοτο και σπανιότερα στους μεταγενέστερους πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με το ρ. <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]» και [[επομένως]] η κυριολεκτική της [[σημασία]] [[είναι]] «[[πλάνης]], περιπλανώμενος». Αρχικά η λ. [[ἀλήτης]] εχρησιμοποιείτο [[κυρίως]] ως [[χαρακτηρισμός]] για ζητιάνους<br />στην [[τραγωδία]] εξάλλου η λ. προσδιόριζε [[συχνά]] και εξόριστους. Από την αρχική αυτή [[χρήση]] της λ. προήλθε πιθανότατα και η μειωτική της [[σημασία]] «[[αγύρτης]], [[κακοποιός]]», που [[είναι]] γνωστή ήδη στην [[αρχαιότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλητεύω]], <i>ἀλητικὸς</i> (νεοελλ. [[αλήτικος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλητόπαιδο]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἀλήτης) (θηλ. Ν -ήτισσα, Α -ῆτις)
αυτός που περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους, επαίτης, τυχοδιώκτης, κακοποιός, αγύρτης
νεοελλ.
ο κακής διαγωγής άνθρωπος ή αυτός που ρέπει προς το κακό
αρχ.
1. αυτός που περιπλανιέται, που τριγυρνά εδώ κι εκεί
2. ως επίθ. αγυρτικός, αλήτικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. κυρίως ποιητική, που απαντά και στον Ηρόδοτο και σπανιότερα στους μεταγενέστερους πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με το ρ. ἀλῶμαι «περιπλανώμαι» και επομένως η κυριολεκτική της σημασία είναι «πλάνης, περιπλανώμενος». Αρχικά η λ. ἀλήτης εχρησιμοποιείτο κυρίως ως χαρακτηρισμός για ζητιάνους
στην τραγωδία εξάλλου η λ. προσδιόριζε συχνά και εξόριστους. Από την αρχική αυτή χρήση της λ. προήλθε πιθανότατα και η μειωτική της σημασία «αγύρτης, κακοποιός», που είναι γνωστή ήδη στην αρχαιότητα.
ΠΑΡ. ἀλητεύω, ἀλητικὸς (νεοελλ. αλήτικος).
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλητόπαιδο].