αλλήλως: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Μ ἀλλήλως)<br /><b>1.</b> αμοιβαία, [[μεταξύ]] τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική [[σχέση]] του ενός προσώπου με το [[άλλο]] ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται [[ανταλλαγή]] αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από [[πρόσωπο]] σε [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> μόνοι τους, [[συναμεταξύ]] τους («τρώγονται [[αλλήλως]] τους»)<br /><b>3.</b> όλοι [[μαζί]] («νάρθουν κι εκείνοι μετ’ εσάς, να ενωθείτε [[αλλήλως]]»<br /><i>Χρονικόν του Μορέως</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αντων. [[ἀλλήλων]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[ετυμολογία]] ο τ. [[αλλήλως]] ([[πράγματι]] <i>αλλήλος</i>) προήλθε από φωνητική [[εξέλιξη]] του <i>οι</i> της δοτ. <i>ἀλλήλοις</i> σε <i>u</i> = ο και με [[επίδραση]] τών πολλών επιρρημάτων σε -<i>ως</i> θεωρήθηκε κι αυτός ως [[επίρρημα]]].
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Μ ἀλλήλως)<br /><b>1.</b> αμοιβαία, [[μεταξύ]] τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική [[σχέση]] του ενός προσώπου με το [[άλλο]] ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται [[ανταλλαγή]] αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από [[πρόσωπο]] σε [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> μόνοι τους, [[συναμεταξύ]] τους («τρώγονται [[αλλήλως]] τους»)<br /><b>3.</b> όλοι [[μαζί]] («νάρθουν κι εκείνοι μετ’ εσάς, να ενωθείτε [[αλλήλως]]»<br /><i>Χρονικόν του Μορέως</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αντων. [[ἀλλήλων]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[ετυμολογία]] ο τ. [[αλλήλως]] ([[πράγματι]] <i>αλλήλος</i>) προήλθε από φωνητική [[εξέλιξη]] του <i>οι</i> της δοτ. <i>ἀλλήλοις</i> σε <i>u</i> = ο και με [[επίδραση]] τών πολλών επιρρημάτων σε -<i>ως</i> θεωρήθηκε κι αυτός ως [[επίρρημα]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:13, 29 December 2020

Greek Monolingual

επίρρ. (Μ ἀλλήλως)
1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση του ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο
2. μόνοι τους, συναμεταξύ τους («τρώγονται αλλήλως τους»)
3. όλοι μαζί («νάρθουν κι εκείνοι μετ’ εσάς, να ενωθείτε αλλήλως»
Χρονικόν του Μορέως).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αντων. ἀλλήλων. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία ο τ. αλλήλως (πράγματι αλλήλος) προήλθε από φωνητική εξέλιξη του οι της δοτ. ἀλλήλοις σε u = ο και με επίδραση τών πολλών επιρρημάτων σε -ως θεωρήθηκε κι αυτός ως επίρρημα].