αμαύρωση: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀμαύρωσις]])<br />[[δυσφήμηση]], [[κηλίδωση]], [[σπίλωση]] της [[τιμής]] ή της υπόληψης κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επισκότιση]]<br /><b>2.</b> [[αμβλύτητα]] του νου, βαθμιαία [[εξασθένιση]] τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική [[ηλικία]]) το [[ξεμώραμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμαυρῶ</i> <b>βλ.</b> [[αμαυρώνω]]].
|mltxt=η (Α [[ἀμαύρωσις]])<br />[[δυσφήμηση]], [[κηλίδωση]], [[σπίλωση]] της [[τιμής]] ή της υπόληψης κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επισκότιση]]<br /><b>2.</b> [[αμβλύτητα]] του νου, βαθμιαία [[εξασθένιση]] τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική [[ηλικία]]) το [[ξεμώραμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμαυρῶ</i> <b>βλ.</b> [[αμαυρώνω]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀμαύρωσις)
δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή της υπόληψης κάποιου
αρχ.
1. επισκότιση
2. αμβλύτητα του νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμαυρῶ βλ. αμαυρώνω].