καταυχένιος: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katafchenios | |Transliteration C=katafchenios | ||
|Beta Code=katauxe/nios | |Beta Code=katauxe/nios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[on]] or [[over the neck]], πλόκαμοι <span class="title">AP</span>5.72 (Rufin.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A on or over the neck, πλόκαμοι AP5.72 (Rufin.).
Greek (Liddell-Scott)
καταυχένιος: -α, -ον, ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ τραχήλου, πλόκαμοι κ., οἱ ἐπὶ τοῦ αὐχένος πίπτοντες ἢ κρεμάμενοι, Ἀνθ. Π. 5. 73.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α καταυχένιος, -ον, θηλ. και -ενία)
αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά του αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ.
β. «καταυχενίοις [ή -ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο
κομμάτι υφάσματος που κρέμεται από το πίσω τμήμα στρατιωτικού πηληκίου και καλύπτει τον αυχένα προφυλάσσοντάς τον από τον ήλιο ή τη βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αυχένιος (< αὐχένιος < αὐχήν, αὐχένος), πρβλ. επ-αυχένιος, περι-αυχένιος)].
Russian (Dvoretsky)
καταυχένιος: ниспадающий на шею, закрывающий шею (πλόκαμοι Anth.).