κενόπρησις: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kenoprisis
|Transliteration C=kenoprisis
|Beta Code=keno/prhsis
|Beta Code=keno/prhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[flatulence]], <span class="bibl">Hippiatr.46</span>.</span>
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flatulence]], <span class="bibl">Hippiatr.46</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενόπρησις Medium diacritics: κενόπρησις Low diacritics: κενόπρησις Capitals: ΚΕΝΟΠΡΗΣΙΣ
Transliteration A: kenóprēsis Transliteration B: kenoprēsis Transliteration C: kenoprisis Beta Code: keno/prhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A flatulence, Hippiatr.46.

Greek (Liddell-Scott)

κενόπρησις: -εως, (πίμπρημι) ἡ, πρήξιμον, ἀσθένεια ἵππων, «ὅτανἵππος ἦ κατακρατούμενος ὑπὸ ξηρᾶς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῖ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας» Ἱππιατρ. 150, 151.

Greek Monolingual

κενόπρησις, ἡ (Α)
ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅτανἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + πρῆσις «οἴδημα, φλεγμονή» (< πίμπρημι «φυσώ»)].