κοπώδης: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kopodis | |Transliteration C=kopodis | ||
|Beta Code=kopw/dhs | |Beta Code=kopw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"> | |Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wearying]], [[wearing]], [[πυρετοί]] v.l. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.142</span>; βάρη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>881a19</span> (Comp.); <b class="b3">βαρὺ καὶ κ</b>. (sc. <b class="b3">τὸ ὕδωρ</b>) [[causing pain]], <span class="bibl">Alex.198</span>; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί <span class="bibl">Procop. <span class="title">Arc.</span>13</span>: c.gen., <b class="b3">κ. ὑποχονδρίων</b> [[causing pain in]]... <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[wearisome]], [[boring]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>58</span>, Plu.2.47f; [[φράσις]] ib. 1011a. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[wearied]], [[worn out]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.38</span>, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:00, 30 December 2020
English (LSJ)
ες, A wearying, wearing, πυρετοί v.l. in Hp.Prorrh.1.142; βάρη Arist.Pr.881a19 (Comp.); βαρὺ καὶ κ. (sc. τὸ ὕδωρ) causing pain, Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. Arc.13: c.gen., κ. ὑποχονδρίων causing pain in... Hp.Acut.16. 2 metaph., wearisome, boring, D.H.Dem.58, Plu.2.47f; φράσις ib. 1011a. II Pass., wearied, worn out, Hp.Prorrh.1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.
German (Pape)
[Seite 1484] ermüdend, mühselig; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κοπώδης: -ες, (εἶδος) κοπιαστικός, φορτικός, ὀχληρός, κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ ὕδωρ) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· μετὰ γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, βαρύς, Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
fatigant.
Étymologie: κόπος, -ωδης.
Greek Monolingual
κοπώδης, -ες (Α) κόπος
1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος
2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.)
3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)
4. (με παθ. σημ.) καταπονημένος, κουρασμένος.
επίρρ...
κοπωδέστερον (Α)
φρ. (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — είμαι περισσότερο καταπονημένος.
Russian (Dvoretsky)
κοπώδης:
1) утомительный, обременительный (βάρη Arst.);
2) перен. тяжелый, тяжеловесный (φράσις Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput.