λευκόλιθος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkolithos | |Transliteration C=lefkolithos | ||
|Beta Code=leuko/liqos | |Beta Code=leuko/liqos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[made of white marble]], ἔργα <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. <span class="title">OGI</span>510 ( = <span class="title">Ephes.</span>2 No.39, ii A.D.); <b class="b3">στήλη, στάλα λ</b>., <span class="title">IPE</span>12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς <span class="bibl">Str.5.3.8</span>; στοαί <span class="bibl">Id.12.5.3</span>: as Subst., -λίθου στάλᾳ <span class="title">IPE</span>12.357 (Chersonesus).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:55, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A made of white marble, ἔργα Supp.Epigr.4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. OGI510 ( = Ephes.2 No.39, ii A.D.); στήλη, στάλα λ., IPE12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς Str.5.3.8; στοαί Id.12.5.3: as Subst., -λίθου στάλᾳ IPE12.357 (Chersonesus).
German (Pape)
[Seite 34] von weißem Steine, Strab. V, 236; στήλη, Inscr. 2059; τὸ λευκ., weißer Marmor, Strab. XII, 567.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόλῐθος: -ον, ἐκ λευκοῦ πεποιημένος λίθου ἢ μαρμάρου, στήλη Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 43., 2061, κ. ἀλλ.· πρβλ. Στράβ. 236· στοαὶ ὁ αὐτ. ἐν 567.
Greek Monolingual
(I)
ο
(ορυκτ.) ανθρακικό ορυκτό του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή ποικιλία του μαγνησίτη και που το χρώμα του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + λίθος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. dechter Magnesit].
(II)
λευκόλιθος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από λευκό λίθο.