πολλαπλασιάζω: Difference between revisions
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pollaplasiazo | |Transliteration C=pollaplasiazo | ||
|Beta Code=pollaplasia/zw | |Beta Code=pollaplasia/zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[multiply]], ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαντες ἀλλήλους <span class="bibl">Euc.7.30</span>, cf. <span class="bibl">Archim.<span class="title">Aren.</span>3.6</span>; ὁ Α τὸν Β -πλασιάσας τὸν Δ πεποίηκεν <span class="bibl">Euc.7.16</span>; also ἀριθμοὺς δι' ἀλλήλων π. <span class="bibl">Papp.22.4</span>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Metr.</span>2</span> <b class="b2">Praef.;</b> <b class="b3">τι ἐπί τι</b> ib.<span class="bibl">1.5</span>, <span class="bibl">2.3</span>: generally, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>7.2</span>:—Pass., <span class="bibl">Archim. <span class="title">Sph.Cyl.</span>1.2</span>, etc.: c. dat., <b class="b2">to be multiplied by</b>…, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>237b33</span>, <span class="bibl">Archim.<span class="title">Aren.</span>3.7</span>; ἐπί τι <span class="bibl">Euc.9.36</span>; κατά τι <span class="bibl">Papp.100.20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[multiply]], [[increase]], <b class="b3">εὐεργετήματα, ἐμπειρίαν</b>, <span class="bibl">Plb.30.4.13</span>, <span class="bibl">D.S. 1.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:55, 30 December 2020
English (LSJ)
A multiply, ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαντες ἀλλήλους Euc.7.30, cf. Archim.Aren.3.6; ὁ Α τὸν Β -πλασιάσας τὸν Δ πεποίηκεν Euc.7.16; also ἀριθμοὺς δι' ἀλλήλων π. Papp.22.4, Hero Metr.2 Praef.; τι ἐπί τι ib.1.5, 2.3: generally, Porph.Gaur.7.2:—Pass., Archim. Sph.Cyl.1.2, etc.: c. dat., to be multiplied by…, Arist.Ph.237b33, Archim.Aren.3.7; ἐπί τι Euc.9.36; κατά τι Papp.100.20. II metaph., multiply, increase, εὐεργετήματα, ἐμπειρίαν, Plb.30.4.13, D.S. 1.1.
German (Pape)
[Seite 658] vervielfältigen; Pol. 30, 4, 13; Plut. Lys. 5; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα, multiplicirt, Symp. 9, 3, 2, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλᾰσιάζω: ὡς καὶ νῦν, ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαν τες ἀλλήλους Εὐκλ. 7. 10· μεταφορ., Πολύβ. 30. 4, 13, Διόδ. 1, 1. ― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 6. 7, 2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πολλαπλάσιος
1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα
2. κάνω πολλαπλασιασμό, αυξάνω αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.)
3. μτφ. πληθύνω (α. «πολλαπλασιάστηκαν τα δεινά» β. «πολλαπλασιάζειν τὰ ευεργετήματα», Πολ.)
νεοελλ.
εντείνω, επαυξάνω («πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειες μας»).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαπλασιάζω [πολλαπλάσιος] vermenigvuldigen.
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλᾰσιάζω:
1) умножать: πολλαπλασιασθεὶς τῷ πλήθει τῶν μορίων Arst. умноженный на число частей; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα Plut. шесть помноженное на четыре;
2) увеличивать, расширять Polyb., Diod.