πρηστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pristikos | |Transliteration C=pristikos | ||
|Beta Code=prhstiko/s | |Beta Code=prhstiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἐμφυσητικός]], Hp. ap. Gal.19.132 (Sup.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A = ἐμφυσητικός, Hp. ap. Gal.19.132 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 700] = πρηστήριος; πρηστικώτατον erkl. Galen. aus Hippocr. ἐμφυσητικώτατον.
Greek (Liddell-Scott)
πρηστικός: -ή, -όν, (πρήθω) = πρηστήριος, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. σ. 548.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που προκαλεί διόγκωση, εμφυσητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ.-(σ)τικός. Η παρουσία του -σ- αποτελεί αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. χρησ-τικός)].