Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τηκτός: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tiktos
|Transliteration C=tiktos
|Beta Code=thkto/s
|Beta Code=thkto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[melted]], [[molten]], μόλυβδος <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>267</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[capable of being dissolved]], [[soluble]], σώματα τ. καὶ ἄτηκτα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>265c</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1015a10</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Lap.</span>4</span>; opp. [[στερεός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>114e</span>; opp. [[τεγκτός]] (q.v.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span> 385b12</span>; [[τηκτόν]], = [[φάρμακον τηκόμενον]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>14</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[melted]], [[molten]], μόλυβδος <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>267</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[capable of being dissolved]], [[soluble]], σώματα τ. καὶ ἄτηκτα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>265c</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1015a10</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Lap.</span>4</span>; opp. [[στερεός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>114e</span>; opp. [[τεγκτός]] (q.v.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span> 385b12</span>; [[τηκτόν]], = [[φάρμακον τηκόμενον]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>14</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:05, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκτός Medium diacritics: τηκτός Low diacritics: τηκτός Capitals: ΤΗΚΤΟΣ
Transliteration A: tēktós Transliteration B: tēktos Transliteration C: tiktos Beta Code: thkto/s

English (LSJ)

ή, όν, A melted, molten, μόλυβδος E.Andr.267. II capable of being dissolved, soluble, σώματα τ. καὶ ἄτηκτα Pl.Sph.265c, cf. Arist.Metaph.1015a10, Thphr. Lap.4; opp. στερεός, Pl.Criti.114e; opp. τεγκτός (q.v.), Arist.Mete. 385b12; τηκτόν, = φάρμακον τηκόμενον, Hp.VC14.

German (Pape)

[Seite 1105] adj. verb. von τήκω, geschmolzen, schmelzbar, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Plat. Soph. 265 c.

Greek (Liddell-Scott)

τηκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τήκω, τετηκώς, «λυωμένος», μόλυβδος Εὐρ. Ἀνδρ. 267. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ διαλυθῇ, εὐδιάλυτος, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Πλάτ. Σοφιστ. 265C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 15· ἀντίθετον τῷ στερεός, Πλάτ. Κριτί. 114Ε· τῷ τεγκτὸς (ὃ ἴδε), Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 2 κἑξ.· περὶ τοῦ τηκτοῦ, ἢ φαρμάκου τηκομένου, ἐν Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 908, ἴδε Littré.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 fondu;
2 fusible, soluble.
Étymologie: τήκω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τηκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τήκω
αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, εύτηκτος, ευδιάλυτος (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς γένος τροφῆς», ΠΔ
γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει τηχθεί, τηγμένος, λειωμένος («τηκτὸς μόλυβδος», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τηκτόν
φάρμακο ευδιάλυτο, που πίνεται διαλυμένο.

Greek Monotonic

τηκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τήκομαι,
I. λιωμένος, σε Ευρ.
II. ευδιάλυτος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τηκτός: [adj. verb. к τήκω
1) расплавляющийся, растворимый (σώματα Plat.);
2) расплавленный (μόλυβδος Eur.).

Middle Liddell

τηκτός, ή, όν verb. adj. of τήκομαι]
I. melted, molten, Eur.
II. soluble, Plat.