φιδίτης: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fiditis | |Transliteration C=fiditis | ||
|Beta Code=fidi/ths | |Beta Code=fidi/ths | ||
|Definition=[ῑτ], ου, Dor. -ας, α, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=[ῑτ], ου, Dor. -ας, α, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[member of a]] [[φιδίτιον]], <span class="bibl">Sphaer.Stoic.1.142</span>, <span class="bibl">Ath.4.140e</span> (<b class="b3">φειδ-</b> codd.Ath. in both places).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[φειδίτης]], -ου, ό, δωρ. τ. [[φιδίτης]], -α, Α<br />[[μέλος]] φιδιτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>θιασ</i>-[[ίτης]]), σχηματισμένος από ένα θ. <i>φ</i>(<i>ε</i>)<i>ιδ</i>-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «[[μέρος]], [[μερίδιο]]» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>id</i>- «[[χωρίζω]], [[διανέμω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φείδομαι]]), αν όχι για την [[ίδια]] την λ. [[φειδώ]]. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την [[μερίδα]] που του αναλογεί». Η [[άποψη]] ότι ο τ. προήλθε από την λ. [[φιλία]] με [[εναλλαγή]] <i>λ</i>/<i>δ</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. [[φιλίτια]]) δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=και [[φειδίτης]], -ου, ό, δωρ. τ. [[φιδίτης]], -α, Α<br />[[μέλος]] φιδιτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>θιασ</i>-[[ίτης]]), σχηματισμένος από ένα θ. <i>φ</i>(<i>ε</i>)<i>ιδ</i>-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «[[μέρος]], [[μερίδιο]]» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>id</i>- «[[χωρίζω]], [[διανέμω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φείδομαι]]), αν όχι για την [[ίδια]] την λ. [[φειδώ]]. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την [[μερίδα]] που του αναλογεί». Η [[άποψη]] ότι ο τ. προήλθε από την λ. [[φιλία]] με [[εναλλαγή]] <i>λ</i>/<i>δ</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. [[φιλίτια]]) δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 31 December 2020
English (LSJ)
[ῑτ], ου, Dor. -ας, α, ὁ, A member of a φιδίτιον, Sphaer.Stoic.1.142, Ath.4.140e (φειδ- codd.Ath. in both places).
Greek Monolingual
και φειδίτης, -ου, ό, δωρ. τ. φιδίτης, -α, Α
μέλος φιδιτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -ίτης (πρβλ. θιασ-ίτης), σχηματισμένος από ένα θ. φ(ε)ιδ-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «μέρος, μερίδιο» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bh(e)id- «χωρίζω, διανέμω» (πρβλ. φείδομαι), αν όχι για την ίδια την λ. φειδώ. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την μερίδα που του αναλογεί». Η άποψη ότι ο τ. προήλθε από την λ. φιλία με εναλλαγή λ/δ (πρβλ. και τον τ. φιλίτια) δεν θεωρείται πιθανή].