ψαμμοδύτης: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psammodytis | |Transliteration C=psammodytis | ||
|Beta Code=yammodu/ths | |Beta Code=yammodu/ths | ||
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=[ῠ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> like [[ἀμμοδύτης]], [[sand-diver]]; name of [[a fish that buries itself in the sand]], elsewh. [[καλλιώνυμος]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> name for a [[mole]], Cyran.78.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 31 December 2020
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, A like ἀμμοδύτης, sand-diver; name of a fish that buries itself in the sand, elsewh. καλλιώνυμος, Hsch. II name for a mole, Cyran.78.
German (Pape)
[Seite 1391] ὁ, Sandkriecher Sandschlüpser, ein Fisch, Athen.; auch eine Schlange, die sich im Sande verkriecht, im Sande wohnt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ψαμμοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὡς τὸ ἀμμοδύτης, ὁ εἰσδυόμενος εἰς τὴν ἄμμον· ὄνομα ἰχθύος εἰς τὴν ἄμμον εἰσδυομένου, ἄλλως καλλιώνυμος· «ψαμμοδύτης· ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
άτομο που κάνει έρευνες στη θαλάσσια και στην ποτάμια άμμο
αρχ.
ονομασία ψαριού που χώνεται στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + δύτης (< δύω «βουτώ», πρβλ. αμμο-δύτης.