ἄστοχος: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astochos | |Transliteration C=astochos | ||
|Beta Code=a)/stoxos | |Beta Code=a)/stoxos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[missing the mark]], [[aiming badly at]], τινός <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>19e</span>, <span class="title">AP</span>9.370 (Tib. Ill.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> abs., [[aiming amiss]], [[random]], οὐκ ἀστόχου διανοίας <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>587a9</span>; κατηγορία [[aimless]], [[absurd]], <span class="bibl">Plb.5.49.4</span>; of a person, Phld.<span class="title">Ind.Sto.</span>32. Adv. -χως [[amiss]], <span class="bibl">Alex.116.14</span>, <span class="bibl">Plb.1.74.2</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>33</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:20, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A missing the mark, aiming badly at, τινός Pl.Ti.19e, AP9.370 (Tib. Ill.). 2 abs., aiming amiss, random, οὐκ ἀστόχου διανοίας Arist.HA587a9; κατηγορία aimless, absurd, Plb.5.49.4; of a person, Phld.Ind.Sto.32. Adv. -χως amiss, Alex.116.14, Plb.1.74.2, Phld.Mort.33.
German (Pape)
[Seite 376] das Ziel verfehlend, nicht richtig erkennend, ἀνδρῶν, ὅσα πράττοιεν καὶ λέγοιεν Plat. Tim. 19 e; κατηγορία Pol. 5, 49; χεὶρ ἄγρης Tib. Ill. 2 (IX, 370). – Adv. ἀστόχως, z. B. ἐχρῆτο τοῖς καιροῖς Pol. 1, 74, unüberlegt, unklug.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui manque le but ; maladroit.
Étymologie: ἀ, στόχος.
Spanish (DGE)
-ον
1 que falla el blanco ref. a Eros σὺ δὲ ἄτοξος εἶ καὶ ἄστοχος; Luc.DDeor.23.1, τὰς βολὰς ... οὐκ ἀστόχους ἐποιοῦντο I.BI 4.579
•c. gen. que no alcanza ἄγρης ... χεὶρ ἄστοχος AP 9.370 (Tib.Ill.)
•fig. τὸ δὲ τῶν σοφιστῶν γένος ... φοβοῦμαι μὴ ... ἄστοχον ἅμα φιλοσόφων ἀνδρῶν ᾖ καὶ πολιτικῶν temo que la clase de los sofistas no esté preparada para entender a filósofos y políticos Pl.Ti.19e, κινδυνεύει τὸ ποιητικὸν γένος ἄστοχον εἶναι τῶν ἱερῶν λόγων D.Chr.36.33, abs. οὐκ ἄστοχος διάνοια ingenio perspicaz Arist.HA 587a9, κατηγορία ἄ. acusación absurda Plb.5.49.4, de pers., Phld.Ind.Sto.32.
2 adv. -ως sin alcanzar el blanco, torpemente οὐκ ἀ. Alex.116.14, τοῖς καιροῖς ἀ. ἐχρῆτο Plb.1.74.2, cf. Phld.Mort.33.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄστοχος, -ον)
1. αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει χωρίς επιτυχία
2. ο ασυλλόγιστος, ο απερίσκεπτος
3. ο άσκοπος, ο μάταιος
νεοελλ.
ο άκαρπος («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα»).
Greek Monotonic
ἄστοχος: -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, τινος, σε Πλάτ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστοχος:
1) делающий промах, ошибающийся (τινος Plat.): ἄγρης ἄστοχον χεῖρα οἴσειν Anth. остаться без улова;
2) неверный, нелепый (ἄ. καὶ ψευδὴς κατηγορία Polyb.): οὐκ ἀστόχου διανοίας εἶναι Arst. не быть лишенным остроумия.