ἐγγραφή: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eggrafi | |Transliteration C=eggrafi | ||
|Beta Code=e)ggrafh/ | |Beta Code=e)ggrafh/ | ||
|Definition=ἡ, Dor. ἐγγροφά <span class="title">IG</span> 4.1485.126 (Epid.), <span class="sense"> | |Definition=ἡ, Dor. ἐγγροφά <span class="title">IG</span> 4.1485.126 (Epid.), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[registration]], πολιτῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>43.1</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.51</span>; of persons on the list of their deme, <span class="bibl">D.39.5</span> (pl.), <span class="title">IG</span>22.1028.6 (pl.); of [[ἄτιμοι]], <span class="bibl">D.25.28</span>; of public debtors, <span class="bibl">Id.37.6</span>; of those subject to penalties, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1322a1</span> (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[engraving of an inscription]], Ἀρχ.Ἐφ. <span class="bibl">1911.141</span> (Gonni). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Geom., [[inscribing]] of a figure, <span class="bibl">Papp. 150.8</span>, al.; cf. <b class="b3">ἐκγραφή. -ής, ές,</b> = [[ἔγγραφος]], Anon. <span class="title">in EN</span>245.30.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:46, 1 January 2021
English (LSJ)
ἡ, Dor. ἐγγροφά IG 4.1485.126 (Epid.), A registration, πολιτῶν Arist.Ath.43.1, cf. Ph.2.51; of persons on the list of their deme, D.39.5 (pl.), IG22.1028.6 (pl.); of ἄτιμοι, D.25.28; of public debtors, Id.37.6; of those subject to penalties, Arist.Pol.1322a1 (pl.). II engraving of an inscription, Ἀρχ.Ἐφ. 1911.141 (Gonni). 2 Geom., inscribing of a figure, Papp. 150.8, al.; cf. ἐκγραφή. -ής, ές, = ἔγγραφος, Anon. in EN245.30.
German (Pape)
[Seite 701] ἡ, das Einschreiben; τῶν θεσμοθετῶν, Dem. 25, 28 u. Sp., bes. in Athen, Einschreibung in die Bürgerrolle, αἱ εἰς τοὺς δημότας Dem. 39, 5; auch die Einschreibung der zu einer Geldstrafe Verurtheilten auf Tafeln, die auf der Akropolis aufgestellt wurden, Arist. pol. 6, 5. Vgl. Meier u. Schömann S. 743.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγρᾰφή: ἡ, ἡ εἰς τὰ δημόσια ἀρχεῖα ἐγγραφὴ τοῦ πολίτου, συμβάσης δὲ τῷ πατρὶ τῆς τελευτῆς, πρὶς τὰς εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφὰς γενέσθαι Δημ. 996. 2· ἡ εἰς τὸν κατάλογον τῶν ἀτίμων ἐγγραφή, ὁ αὐτ. 778. 18., 968 9, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
ῆ (ἡ) :
inscription, enregistrement.
Étymologie: ἐγγράφω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. ἐγγροφά IG 42.103.136 (Epidauro IV a.C.)
• Grafía: en pap. graf. ἐνγ-
I 1inscripción, registro de diferentes situaciones civiles: de los demotas πρὶν τὰς εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφὰς γενέσθαι D.39.5, de deudores públicos, D.25.28, 37.6, Arist.Pol.1322a1, πολιτῶν Arist.Ath.43.1, cf. Ph.2.51, Luc.Herm.24, de los efebos IG 22.1028.6 (II/I a.C.), εἰς τὰ ἀρχεῖα τὰ δημόσια D.H.2.26.
2 inscripción sobre piedra εἰς τὰν στάλαν IG l.c., τοῦ ψηφίσματος Gonnoi 92.7 (II a.C.).
3 escrito, carta ἦλθεν αὐτῷ ἐγγραφὴ παρὰ Ηλιου τοῦ προφήτου LXX 2Pa.21.12.
4 geom. hecho de inscribir poliedros en una esfera, Papp.150.
II jur. acusación, denuncia, SB 10989.39 (IV d.C.), cf. Poll.8.29.
Greek Monolingual
η (AM ἐγγραφή)
η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο του ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος
νεοελλ.
1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή συνδρομητών»)
2. καταχώριση συναλλαγών σε λογιστικά βιβλία
3. μηχανική, οπτική, μαγνητική εγγραφή ήχου σε δίσκο, μαγνητική ταινία κ.λπ.
αρχ.
1. καταγραφή στα δημόσια αρχεία
2. χάραξη επιγραφής
3. η καταγραφή όσων καταδικάστηκαν σε πρόστιμο πάνω στους ειδικούς πίνακες της Ακρόπολης.
Greek Monotonic
ἐγγρᾰφή: ἡ, η καταγραφή, καταχώρηση, εγγραφή, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγρᾰφή: ἡ
1) внесение в список, записывание, регистрация (αἱ εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφαί Dem.);
2) список (οἱ κατὰ τὰς ἐγγραφὰς καταδικασθέντες Arst.).
Middle Liddell
ἐγγρᾰφή, ἡ,
a registering, registration, Dem. [from ἐγγρά˘φω]