ὀμιχλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omichlodis | |Transliteration C=omichlodis | ||
|Beta Code=o)mixlw/dhs | |Beta Code=o)mixlw/dhs | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[ὀμιχλοειδής]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:28, 1 January 2021
English (LSJ)
A v. ὀμιχλοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμιχλώδης: -ες, = ὀμιχλοειδής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, -ῶδες) ομίχλη
γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «ομιχλώδης έρημος»
γεωλ. περιοχή της χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους αλλά δέχεται ελάχιστες ή καθόλου βροχοπτώσεις.