ὀρειάς: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreias
|Transliteration C=oreias
|Beta Code=o)reia/s
|Beta Code=o)reia/s
|Definition=άδος, ἡ, (ὄρος) pecul. fem. of [[ὄρειος]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[belonging to mountains]], <b class="b3">πέτρα ὀ</b>. [[mountain]] crag, ib.<span class="bibl">219.5</span> (Antip.), cf. <span class="title">Arch.Pap.</span>1.219 (Ptol.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[Oread]], [[mountain-nymph]], <span class="bibl">Bion 1.19</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>6.259</span>,<span class="bibl">19.331</span>.</span>
|Definition=άδος, ἡ, (ὄρος) pecul. fem. of [[ὄρειος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[belonging to mountains]], <b class="b3">πέτρα ὀ</b>. [[mountain]] crag, ib.<span class="bibl">219.5</span> (Antip.), cf. <span class="title">Arch.Pap.</span>1.219 (Ptol.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Oread]], [[mountain-nymph]], <span class="bibl">Bion 1.19</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>6.259</span>,<span class="bibl">19.331</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:40, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειάς Medium diacritics: ὀρειάς Low diacritics: ορειάς Capitals: ΟΡΕΙΑΣ
Transliteration A: oreiás Transliteration B: oreias Transliteration C: oreias Beta Code: o)reia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ὄρος) pecul. fem. of ὄρειος, A of or belonging to mountains, πέτρα ὀ. mountain crag, ib.219.5 (Antip.), cf. Arch.Pap.1.219 (Ptol.). II Oread, mountain-nymph, Bion 1.19, Nonn.D.6.259,19.331.

German (Pape)

[Seite 371] άδος, ἡ, bes. fem. zu ὄρειος, zum Berge gehörig, πέτρη, Antp. Sid. 27 (VI, 219). Gew. mit und ohne Νύμφαι, αἱ Ὀρειάδες, die Bergnymphen, Oreaden.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ὄρειος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ὄρη, πέτρα ὀρ., ὀρεινὴ πέτρα, βράχος τοῦ βουνοῦ Ἀνθ. Π. 6. 219· ἔρημος ὀρ. Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 54 ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., Νύμφη τῶν ὀρέων ἢ τοῦ ὄρους, Βίων 1. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 997.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de montagne ; αἱ Ὀρειάδες, les Oréiades, nymphes des montagnes.
Étymologie: ὄρος.

Greek Monolingual

η (Α ὀρειάς, -άδος)
(στον πληθ. ως κύριο όν.) Ορειάδες
νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν
αρχ.
ως επίθ. αυτή που ανήκει στα όρη («πέτρα ὀρειάς» — βράχος του βουνού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρειος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη» + κάταλ. -άς, -άδος (πρβλ. ποντι-άς)].

Greek Monotonic

ὀρειάς: -άδος, ἡ (ὄρος),
I. αυτή που προέρχεται από ή ανήκει στα βουνά, πέτρα ὀρειάς, απόκρημνος βράχος σε βουνό, σε Ανθ.
II. ως ουσ., η Ορεάδα, νύμφη των βουνών, σε Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειάς: άδος adj. f горная (πέτρα Anth.).

Middle Liddell

ὀρειάς, άδος, ὄρος
I. of or belonging to mountains, πέτρα ὀρ. a mountain crag, Anth.
II. as Subst. an Oread, mountain-nymph, Bion.