ἀκέραστος: Difference between revisions
λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akerastos | |Transliteration C=akerastos | ||
|Beta Code=a)ke/rastos | |Beta Code=a)ke/rastos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unmixed]], [[pure]], τόλμης ἀνδρείας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>310d</span>. Adv. | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unmixed]], [[pure]], τόλμης ἀνδρείας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>310d</span>. Adv. [[ἀκεράστως]], [[πνέων]], gloss on [[ἀκραής]], Sch. <span class="bibl">Od.2.421</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of vowelsounds, [[not coalescing]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:08, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A unmixed, pure, τόλμης ἀνδρείας Pl.Plt.310d. Adv. ἀκεράστως, πνέων, gloss on ἀκραής, Sch. Od.2.421. II of vowelsounds, not coalescing, D.H.Comp.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέραστος: -ον, ἀμιγής, ἄμικτος, ἀκέραστος τόλμης, Πλάτ. Πολιτικ. 310D. ΙΙ. ὁ μὴ συμμιγνύμενος μετ’ ἄλλου, ὁ μὴ συγκιρνώμενος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no mezclado, exento de τόλμης Pl.Plt.310d.
2 gram., de las vocales que no se puede contraer D.H.Comp.22.39.
II adv. -ως sin mezcla ἀ. πνέων Sch.Od.2.421.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέραστος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος
«ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)
2. γραμμ. ο ασυναίρετος
«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ τοῡ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο και το νεοελλ. ἀκέραστος, σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, αφού το νεοελλ. ακέραστος παράγεται από το κερνώ που ανάγεται στο αρχ. κεράννυμι, το δε αρχ. ἀκέραστος από το κεραστός, ρημ. επίθ. του κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκέραστος: несмешанный: ἀ. τινος Plat. не смешанный с чем-л., свободный от чего-л.