γραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0503.png Seite 503]] (für [[γεραιός]]), ion. [[γρήϊος]], <b class="b2">alt</b>; γρήϊον [[εἶδος]] Call. frg.; sonst nur fem. (vgl. [[γραῖα]]); σταφυλὴ γραίη, Rosine, Philp. 10 (VI, 231); von Sachen, Theocr. 15, 19; vgl. Rhian. bei Stob. fl. 4, 34 (V. 19); [[ἄλλοτε]] μὲν γραίῃσι νεωτέρη, [[ἄλλοτε]] δ' [[αὖτε]] ὁπλοτέρῃσι [[γρηῦς]] ἐφίσταται ἀμπλακίῃσιν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0503.png Seite 503]] (für [[γεραιός]]), ion. [[γρήϊος]], [[alt]]; γρήϊον [[εἶδος]] Call. frg.; sonst nur fem. (vgl. [[γραῖα]]); σταφυλὴ γραίη, Rosine, Philp. 10 (VI, 231); von Sachen, Theocr. 15, 19; vgl. Rhian. bei Stob. fl. 4, 34 (V. 19); [[ἄλλοτε]] μὲν γραίῃσι νεωτέρη, [[ἄλλοτε]] δ' [[αὖτε]] ὁπλοτέρῃσι [[γρηῦς]] ἐφίσταται ἀμπλακίῃσιν.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:10, 6 January 2021

German (Pape)

[Seite 503] (für γεραιός), ion. γρήϊος, alt; γρήϊον εἶδος Call. frg.; sonst nur fem. (vgl. γραῖα); σταφυλὴ γραίη, Rosine, Philp. 10 (VI, 231); von Sachen, Theocr. 15, 19; vgl. Rhian. bei Stob. fl. 4, 34 (V. 19); ἄλλοτε μὲν γραίῃσι νεωτέρη, ἄλλοτε δ' αὖτε ὁπλοτέρῃσι γρηῦς ἐφίσταται ἀμπλακίῃσιν.

Greek (Liddell-Scott)

γραῖος: α,ον, συνῃρ.ἀντὶ τοῦ γεραιός , θηλ. γραίᾱ Θεόκρ.7.126· σταφυλὴ γραίῃ , σταφίς,Ἀνθ. Π. 6.231. Ἄλλως ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἰων. τύπῳ γρήϊος Καλλ. παρὰ τῷ Χοιροβ.·- τὸ θηλ. γραῖα (ὡς ὁ τόνος δεικνύει) δὲν ἀνήκει ἐνταῦθα, δύναται ὅμως νὰ ἀνήκῃ ἐνταῦθα τὸ Ὁμηρ. γραίη.

Greek Monotonic

γραῖος: -α, -ον, συνηρ. αντί γεραιός· σταφυλὴ γραίη, σταφίδα, σε Ανθ.

Middle Liddell

[contr. from γέραιος]
σταφυλὴ γραίη raisins, Anth.