ἀμφίκαρπος: Difference between revisions
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίκαρπος]], -ον) | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίκαρπος]], -ον) ([[καρπός]])<br />λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών [[είτε]] ως [[προς]] τη [[μορφή]] ή ως [[προς]] την [[εποχή]] ωριμάσεώς τους<br /><b>αρχ.</b><br />λέγεται για το [[φυτό]] που βγάζει καρπούς και [[επάνω]] και [[κάτω]] από το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].<br />ο <b>Βοτ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών Χεδρωπών με [[λίγα]] είδη, ιθαγενή της Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα [[σύνθετα]] τρίφυλλα και [[άνθη]] [[λευκά]] ή πορφυρόχρωμα. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 10 January 2021
English (LSJ)
ον, A fruiting both above and below ground, amphicarpic, Thphr.HP1.6.12.
German (Pape)
[Seite 139] auf beiden Seiten Früchte habend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκαρπος: -ον, ὁ πανταχόθεν καρποφορῶν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 6, 12.
Spanish (DGE)
-ον
de plantas que dan frutos subterráneos y aéreos, anficárpicas Thphr.HP 1.6.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίκαρπος, -ον) (καρπός)
λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών είτε ως προς τη μορφή ή ως προς την εποχή ωριμάσεώς τους
αρχ.
λέγεται για το φυτό που βγάζει καρπούς και επάνω και κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + καρπός].
ο Βοτ.
γένος φυτών της οικογένειας τών Χεδρωπών με λίγα είδη, ιθαγενή της Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα σύνθετα τρίφυλλα και άνθη λευκά ή πορφυρόχρωμα.