κρέμασμα: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kremasma | |Transliteration C=kremasma | ||
|Beta Code=kre/masma | |Beta Code=kre/masma | ||
|Definition=ατος, τό, = | |Definition=ατος, τό, = [[κρεμασμός]] ([[suspension]]), Sch. rec. A. ''Pr.'' 157. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:31, 22 January 2021
English (LSJ)
ατος, τό, = κρεμασμός (suspension), Sch. rec. A. Pr. 157.
Greek (Liddell-Scott)
κρέμασμα: τό, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 157.
Greek Monolingual
το (Μ κρέμασμαν) κρεμώ
το να κρεμιέται κάτι από ψηλότερο σημείο, ανάρτηση, εξάρτηση, νεοελλ.
1. απαγχονισμός
2. (συν. σαρκαστικά) γάμος, παντρειά
μσν.
στήριγμα.