κατασκοπεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(19)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskopeyo
|Transliteration C=kataskopeyo
|Beta Code=kataskopeu/w
|Beta Code=kataskopeu/w
|Definition== sq., <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>2.4</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>230</span> (ii B.C.).
|Definition== [[κατασκοπέω]] ([[view closely]], [[spy out]], [[reconnoitre]], [[keep a look-out]], [[inspect]]), LXX Ex. 2.4, al., PTeb. 230 (ii BC).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:31, 22 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκοπεύω Medium diacritics: κατασκοπεύω Low diacritics: κατασκοπεύω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΩ
Transliteration A: kataskopeúō Transliteration B: kataskopeuō Transliteration C: kataskopeyo Beta Code: kataskopeu/w

English (LSJ)

= κατασκοπέω (view closely, spy out, reconnoitre, keep a look-out, inspect), LXX Ex. 2.4, al., PTeb. 230 (ii BC).

German (Pape)

[Seite 1379] auskundschaften, erforschen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκοπεύω: τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β´, 4, ἀλλ.).

Greek Monolingual

(AM κατασκοπεύω) κατάσκοπος
παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός
νεοελλ.
διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω σε εκείνον που μού έχει αναθέσει την αποστολή αυτή.