Διόβολος: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - " " to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Diovolos | |Transliteration C=Diovolos | ||
|Beta Code=*dio/bolos | |Beta Code=*dio/bolos | ||
|Definition=ον, = | |Definition=ον, = [[διόβλητος]] 1, of the [[thunderbolt]], [[κτύπος]] S. ''OC'' 1464 (lyr.), E. ''Alc.'' 128 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:15, 28 January 2021
English (LSJ)
ον, = διόβλητος 1, of the thunderbolt, κτύπος S. OC 1464 (lyr.), E. Alc. 128 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
Διόβολος: -ον, ὑπὸ τοῦ Διός ῥιφθείς, ἐξακοντισθείς, ἐπὶ κεραυνοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1464, Εὐρ. Ἀλκ. 125· -οὕτω Διόβλητος, ον, Αἰλ. π. Ζ. 6. 62· καί Διοβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Σχόλ. Πινδ. Π. 8. 22.
Greek Monotonic
Διόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που εξακοντίζεται από το Δία, σε Ευρ.