κυρά: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(22)
 
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κυρά
|Medium diacritics=κυρά
|Low diacritics=κυρά
|Capitals=ΚΥΡΑ
|Transliteration A=kyrá
|Transliteration B=kyra
|Transliteration C=kyra
|Beta Code=kura/
|Definition=v. [[κύριος]] B. 2.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κερά]], η (Μ [[κυρά]] και [[κερά]])<br /><b>1.</b> [[οικοδέσποινα]], αφέντρα («τήν έδιωξε η [[κυρά]] της»)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]] («πάω στην [[κυρά]] μου»)<br /><b>3.</b> [[γιαγιά]], [[μάμμη]]<br /><b>4.</b> αγαπημένη («[[κυρά]] μου, εις όσον σέ [[αγαπώ]], η γης βοτάνια ουκ έχει», Ερωτοπαίγνια)<br /><b>5.</b> [[ευλαβικός]] [[τίτλος]] της Παναγίας («η Αθηνιώτισσα Κυρά», Πολίτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητική [[προσαγόρευση]] [[γυναικών]], [[πριν]] από κύριο όνομα ή προσηγορικό που δηλώνει το επάγγελμά τους ή το [[επάγγελμα]] ή [[αξίωμα]] τών συζύγων) [[κυρία]] (α. «[[κυρά]] Κατίνα» β. «[[κυρά]] [[δασκάλα]]» γ. «[[κυρά]] βουλευτίνα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κυρά]] Μαριώ» ή «[[κερά]] Μαριώ»<br /><b>μτφ.</b> η [[αλεπού]]<br />β) «καλές κυράδες»<br /><b>μτφ.</b> οι νεράιδες<br />γ) «[[κυρά]] [[νύχτα]]» — λέγεται ειρωνικά για τους φυγόπονους<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «πρώτη [[γυναίκα]] [[δούλα]] κι η δεύτερη [[κυρά]]» — η δεύτερη [[σύζυγος]] έχει τις περισσότερες περιποιήσεις<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βασίλισσα]]<br /><b>2.</b> ιδιοκτήτρια, [[κάτοχος]]<br /><b>3.</b> (γενικά) [[γυναίκα]].
|mltxt=και [[κερά]], η (Μ [[κυρά]] και [[κερά]])<br /><b>1.</b> [[οικοδέσποινα]], αφέντρα («τήν έδιωξε η [[κυρά]] της»)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]] («πάω στην [[κυρά]] μου»)<br /><b>3.</b> [[γιαγιά]], [[μάμμη]]<br /><b>4.</b> αγαπημένη («[[κυρά]] μου, εις όσον σέ [[αγαπώ]], η γης βοτάνια ουκ έχει», Ερωτοπαίγνια)<br /><b>5.</b> [[ευλαβικός]] [[τίτλος]] της Παναγίας («η Αθηνιώτισσα Κυρά», Πολίτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητική [[προσαγόρευση]] [[γυναικών]], [[πριν]] από κύριο όνομα ή προσηγορικό που δηλώνει το επάγγελμά τους ή το [[επάγγελμα]] ή [[αξίωμα]] τών συζύγων) [[κυρία]] (α. «[[κυρά]] Κατίνα» β. «[[κυρά]] [[δασκάλα]]» γ. «[[κυρά]] βουλευτίνα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κυρά]] Μαριώ» ή «[[κερά]] Μαριώ»<br /><b>μτφ.</b> η [[αλεπού]]<br />β) «καλές κυράδες»<br /><b>μτφ.</b> οι νεράιδες<br />γ) «[[κυρά]] [[νύχτα]]» — λέγεται ειρωνικά για τους φυγόπονους<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «πρώτη [[γυναίκα]] [[δούλα]] κι η δεύτερη [[κυρά]]» — η δεύτερη [[σύζυγος]] έχει τις περισσότερες περιποιήσεις<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βασίλισσα]]<br /><b>2.</b> ιδιοκτήτρια, [[κάτοχος]]<br /><b>3.</b> (γενικά) [[γυναίκα]].
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρά Medium diacritics: κυρά Low diacritics: κυρά Capitals: ΚΥΡΑ
Transliteration A: kyrá Transliteration B: kyra Transliteration C: kyra Beta Code: kura/

English (LSJ)

v. κύριος B. 2.

Greek Monolingual

και κερά, η (Μ κυρά και κερά)
1. οικοδέσποινα, αφέντρα («τήν έδιωξε η κυρά της»)
2. σύζυγος («πάω στην κυρά μου»)
3. γιαγιά, μάμμη
4. αγαπημένη («κυρά μου, εις όσον σέ αγαπώ, η γης βοτάνια ουκ έχει», Ερωτοπαίγνια)
5. ευλαβικός τίτλος της Παναγίας («η Αθηνιώτισσα Κυρά», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. (ως τιμητική προσαγόρευση γυναικών, πριν από κύριο όνομα ή προσηγορικό που δηλώνει το επάγγελμά τους ή το επάγγελμα ή αξίωμα τών συζύγων) κυρία (α. «κυρά Κατίνα» β. «κυρά δασκάλα» γ. «κυρά βουλευτίνα»)
2. φρ. α) «κυρά Μαριώ» ή «κερά Μαριώ»
μτφ. η αλεπού
β) «καλές κυράδες»
μτφ. οι νεράιδες
γ) «κυρά νύχτα» — λέγεται ειρωνικά για τους φυγόπονους
3. παροιμ. «πρώτη γυναίκα δούλα κι η δεύτερη κυρά» — η δεύτερη σύζυγος έχει τις περισσότερες περιποιήσεις
μσν.
1. βασίλισσα
2. ιδιοκτήτρια, κάτοχος
3. (γενικά) γυναίκα.