κρείττωσις: Difference between revisions
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(21) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κρείττωσις | |||
|Medium diacritics=κρείττωσις | |||
|Low diacritics=κρείττωσις | |||
|Capitals=ΚΡΕΙΤΤΩΣΙΣ | |||
|Transliteration A=kreíttōsis | |||
|Transliteration B=kreittōsis | |||
|Transliteration C=kreittosis | |||
|Beta Code=krei/ttwsis | |||
|Definition=-εως, ἡ, v. [[κρειττόομαι]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρείττωσις]], ἡ (Α) [[κρειττούμαι]]<br />[[νόσος]] της αμπέλου που συνίσταται στην [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[ανάπτυξη]] βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ [[κρείττωσις]], [[οἷον]] ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν<br />[[ὥστε]] ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῑν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς [[εἶναι]]», Θεόφρ.). | |mltxt=[[κρείττωσις]], ἡ (Α) [[κρειττούμαι]]<br />[[νόσος]] της αμπέλου που συνίσταται στην [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[ανάπτυξη]] βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ [[κρείττωσις]], [[οἷον]] ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν<br />[[ὥστε]] ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῑν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς [[εἶναι]]», Θεόφρ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 31 January 2021
English (LSJ)
-εως, ἡ, v. κρειττόομαι.
Greek Monolingual
κρείττωσις, ἡ (Α) κρειττούμαι
νόσος της αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν
ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῑν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς εἶναι», Θεόφρ.).