Πιερίδες: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Πιερίδες | |||
|Medium diacritics=Πιερίδες | |||
|Low diacritics=Πιερίδες | |||
|Capitals=ΠΙΕΡΙΔΕΣ | |||
|Transliteration A=Pierídes | |||
|Transliteration B=Pierides | |||
|Transliteration C=Pierides | |||
|Beta Code=*pieri/des | |||
|Definition=αἱ, Pierides, name of the Muses, as haunting Pieria, Hes. ''Sc.'' 206, Pi. ''O.'' 10 (11).96, ''P.'' 1.14, etc. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Πῑερίδες''': -αἱ, [[ὄνομα]] τῶν Μουσῶν ὡς οἰκουσῶν τὴν Πιερίαν, χώραν τῆς βορείου Θεσσαλίας (πρβλ. Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Φιλολ. Μυλλέρου, μεταφρ. Κυπριαν. σ. 35), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 206, Πινδ. Ο. 10 (11), 117, Π. 1. 27, κτλ. ― Ἡ [[χώρα]] καλεῖται Πιερία πρῶτον ἐν Ἰλ. Ξ. 226, Ὀδ. Ε. 50, Ἡσ. Θεογ. 53· καὶ ἐπίρρ. Πιερίηθεν, ἐκ τῆς Πιερίας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85· ― Ἐπίθ. Πιερικός, ή, όν, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ. | |lstext='''Πῑερίδες''': -αἱ, [[ὄνομα]] τῶν Μουσῶν ὡς οἰκουσῶν τὴν Πιερίαν, χώραν τῆς βορείου Θεσσαλίας (πρβλ. Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Φιλολ. Μυλλέρου, μεταφρ. Κυπριαν. σ. 35), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 206, Πινδ. Ο. 10 (11), 117, Π. 1. 27, κτλ. ― Ἡ [[χώρα]] καλεῖται Πιερία πρῶτον ἐν Ἰλ. Ξ. 226, Ὀδ. Ε. 50, Ἡσ. Θεογ. 53· καὶ ἐπίρρ. Πιερίηθεν, ἐκ τῆς Πιερίας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85· ― Ἐπίθ. Πιερικός, ή, όν, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ. |
Revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
αἱ, Pierides, name of the Muses, as haunting Pieria, Hes. Sc. 206, Pi. O. 10 (11).96, P. 1.14, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Πῑερίδες: -αἱ, ὄνομα τῶν Μουσῶν ὡς οἰκουσῶν τὴν Πιερίαν, χώραν τῆς βορείου Θεσσαλίας (πρβλ. Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Φιλολ. Μυλλέρου, μεταφρ. Κυπριαν. σ. 35), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 206, Πινδ. Ο. 10 (11), 117, Π. 1. 27, κτλ. ― Ἡ χώρα καλεῖται Πιερία πρῶτον ἐν Ἰλ. Ξ. 226, Ὀδ. Ε. 50, Ἡσ. Θεογ. 53· καὶ ἐπίρρ. Πιερίηθεν, ἐκ τῆς Πιερίας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85· ― Ἐπίθ. Πιερικός, ή, όν, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.
English (Slater)
Πῑερῐδες (-ίδες, -ίδων.)
1 of Pieria epith. of the Muses. κόραι Πιερίδες Διός (O. 10.96) pro subs., ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (P. 1.14) ἐν μυχοῖσι Πιερίδων (P. 6.49) τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον (P. 10.65) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.32) μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων (I. 1.65) με ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (Pae. 6.6) ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (supp. Lobel) fr. 215. 6. ]α Πιερίδες[ P. Oxy. 1792, fr. 39.
Greek Monolingual
αἱ, Α Πιερία
προσωνυμία τών Μουσών, επειδή είχαν ως κατοικία την Πιερία («Μοῡσαι Πιερίδες», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
Πῑερίδες: αἱ, οι Πιερίδες, όνομα των Μουσών, επειδή περιφέρονταν στην Πιερία, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Πῑερίδες: (ῐδ) αἱ Пиериды, обитательницы Пиерии, т. е. Музы Hes., Pind., Eur.
Middle Liddell
Πῑερίδες, αἱ,
the Pierides, name of the Muses, as haunting Pieria, Hes., Pind.