δημοτερπής: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(nl)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=δημοτερπής
|Medium diacritics=δημοτερπής
|Low diacritics=δημοτερπής
|Capitals=ΔΗΜΟΤΕΡΠΗΣ
|Transliteration A=dēmoterpḗs
|Transliteration B=dēmoterpēs
|Transliteration C=dimoterpis
|Beta Code=dhmoterph/s
|Definition=ές, [[popular]], [[attractive]], Pl. ''Min.'' 321a (Sup.), DH. ''Th.'' 1.8 (Comp.), Max.Tyr. 10.6.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.
Line 15: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δημοτερπής -ές [δῆμος, τέρπω] het volk vermakend.
|elnltext=δημοτερπής -ές [δῆμος, τέρπω] het volk vermakend.
}}
}}

Revision as of 10:59, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοτερπής Medium diacritics: δημοτερπής Low diacritics: δημοτερπής Capitals: ΔΗΜΟΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: dēmoterpḗs Transliteration B: dēmoterpēs Transliteration C: dimoterpis Beta Code: dhmoterph/s

English (LSJ)

ές, popular, attractive, Pl. Min. 321a (Sup.), DH. Th. 1.8 (Comp.), Max.Tyr. 10.6.

German (Pape)

[Seite 565] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

δημοτερπής: -ές, τέρπων τὸν λαόν, ἑλκυστικός, Πλάτ Μίν. 321Α.

Spanish (DGE)

-ές
que gusta al pueblo, popular ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.Rh.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6
subst. τὸ δ. halago, adulación al pueblo Thdt.M.83.433B.

Greek Monolingual

δημοτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -τερπής < τέρπος (το) —το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο— ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α-τερπής, ευ-τερπής].

Russian (Dvoretsky)

δημοτερπής: приятный для народа, увлекательный (τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἡ τραγῳδία Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοτερπής -ές [δῆμος, τέρπω] het volk vermakend.