καλλιπόταμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(1ab)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=καλλιπόταμος
|Medium diacritics=καλλιπόταμος
|Low diacritics=καλλιπόταμος
|Capitals=ΚΑΛΛΙΠΟΤΑΜΟΣ
|Transliteration A=kallipótamos
|Transliteration B=kallipotamos
|Transliteration C=kallipotamos
|Beta Code=kallipo/tamos
|Definition=ον, [[of beautiful rivers]], [[νοτίς]] E. ''Ph.'' 645 (lyr.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönen Flüssen, ὕδατος [[νοτίς]], das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönen Flüssen, ὕδατος [[νοτίς]], das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.
Line 18: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.
|elnltext=καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πότᾰμος, ον<br />of [[beautiful]] rivers, Eur.
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πότᾰμος, ον<br />of [[beautiful]] rivers, Eur.
}}
}}

Revision as of 11:01, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπόταμος Medium diacritics: καλλιπόταμος Low diacritics: καλλιπόταμος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: kallipótamos Transliteration B: kallipotamos Transliteration C: kallipotamos Beta Code: kallipo/tamos

English (LSJ)

ον, of beautiful rivers, νοτίς E. Ph. 645 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Flüssen, ὕδατος νοτίς, das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπότᾰμος: -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, καλλιπόταμος ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un beau fleuve.
Étymologie: καλός, ποταμός.

Greek Monolingual

καλλιπόταμος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.).

Greek Monotonic

καλλιπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπόταμος: образующий красивую реку (ὕδατος νοτίς Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.

Middle Liddell

καλλι-πότᾰμος, ον
of beautiful rivers, Eur.