φάλκη: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(44) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=φάλκη | |||
|Medium diacritics=φάλκη | |||
|Low diacritics=φάλκη | |||
|Capitals=ΦΑΛΚΗ | |||
|Transliteration A=phálkē | |||
|Transliteration B=phalkē | |||
|Transliteration C=falki | |||
|Beta Code=fa/lkh | |||
|Definition=ἡ, [[bat]], Hsch.; also = ὁ τῆς [[κόμης]] [[αὐχμός]], Id. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάλκη''': ἡ, [[νυκτερίς]], Χρησμ. Σιβ. 14. 160. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φάλκη]]· ὁ τῆς [[κόμης]] [[αὐχμός]]. ἢ [[νυκτερίς]]». | |lstext='''φάλκη''': ἡ, [[νυκτερίς]], Χρησμ. Σιβ. 14. 160. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φάλκη]]· ὁ τῆς [[κόμης]] [[αὐχμός]]. ἢ [[νυκτερίς]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[νυχτερίδα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φάλκη]] ὁ τῆς [[κόμης]] [[αὐχμός]]...».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Η σημ. της λ. <i>ὁ τῆς [[κόμης]] αὐχμὸς</i> έχει οδηγήσει στη [[σύνδεση]] με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[πάλκος]] | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[νυχτερίδα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φάλκη]] ὁ τῆς [[κόμης]] [[αὐχμός]]...».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Η σημ. της λ. <i>ὁ τῆς [[κόμης]] αὐχμὸς</i> έχει οδηγήσει στη [[σύνδεση]] με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[πάλκος]]·[[πηλός]], η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 31 January 2021
English (LSJ)
ἡ, bat, Hsch.; also = ὁ τῆς κόμης αὐχμός, Id.
Greek (Liddell-Scott)
φάλκη: ἡ, νυκτερίς, Χρησμ. Σιβ. 14. 160. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φάλκη· ὁ τῆς κόμης αὐχμός. ἢ νυκτερίς».
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. νυχτερίδα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φάλκη ὁ τῆς κόμης αὐχμός...».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η σημ. της λ. ὁ τῆς κόμης αὐχμὸς έχει οδηγήσει στη σύνδεση με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πάλκος·πηλός, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].