προσγίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(34)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=προσγίνομαι
|Medium diacritics=προσγίνομαι
|Low diacritics=προσγίνομαι
|Capitals=ΠΡΟΣΓΙΝΟΜΑΙ
|Transliteration A=prosgínomai
|Transliteration B=prosginomai
|Transliteration C=prosginomai
|Beta Code=prosgi/nomai
|Definition=Ionic and later for [[προσγίγνομαι]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσγίγνομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] επιπροσθέτως, [[προστίθεμαι]] («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας [[γενέσθαι]] οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[προξενούμαι]], προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[ιδίως]] ως [[σύμμαχος]] («ὁρῶντες στρατιάν τε [[ἄλλην]] προσγεγενημένην αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με την [[πολιτική]]) [[υπερασπίζω]], [[συμπαθώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[προκύπτω]] («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι [[φιλόσοφος]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσγίγνομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] επιπροσθέτως, [[προστίθεμαι]] («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας [[γενέσθαι]] οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[προξενούμαι]], προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[ιδίως]] ως [[σύμμαχος]] («ὁρῶντες στρατιάν τε [[ἄλλην]] προσγεγενημένην αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με την [[πολιτική]]) [[υπερασπίζω]], [[συμπαθώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[προκύπτω]] («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι [[φιλόσοφος]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 11:06, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσγίνομαι Medium diacritics: προσγίνομαι Low diacritics: προσγίνομαι Capitals: ΠΡΟΣΓΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: prosgínomai Transliteration B: prosginomai Transliteration C: prosginomai Beta Code: prosgi/nomai

English (LSJ)

Ionic and later for προσγίγνομαι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α
1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», Θουκ.)
2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.)
αρχ.
1. έρχομαι κοντά σε κάποιον, ιδίως ως σύμμαχος («ὁρῶντες στρατιάν τε ἄλλην προσγεγενημένην αὐτοῑς», Θουκ.)
2. (σε σχέση με την πολιτική) υπερασπίζω, συμπαθώ κάποιον
3. προκύπτω («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος τὴν φύσιν», Πλάτ.).