θουραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=θουραῑος, -αία, -ον (Α) [[θούρος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[βίαιος]], [[ορμητικός]], [[ασελγής]], [[λάγνος]].
|mltxt=θουραῖος, -αία, -ον (Α) [[θούρος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[βίαιος]], [[ορμητικός]], [[ασελγής]], [[λάγνος]].
}}
}}

Revision as of 08:47, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θουραῖος Medium diacritics: θουραῖος Low diacritics: θουραίος Capitals: ΘΟΥΡΑΙΟΣ
Transliteration A: thouraîos Transliteration B: thouraios Transliteration C: thouraios Beta Code: qourai=os

English (LSJ)

α, ον,= θοῦρος, A violent, lustful, Hsch.:—fem. θουράς, άδος, Nic.Th.131, Lyc.612.

German (Pape)

[Seite 1215] = θούριος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θουραῖος: -α, -ον, = θοῦρος, βίαιος, θρασύς, ὁρμητικός, λάγνος, Λατ. salax, Ἡσύχ.· - θηλ. θουράς, άδος, Νικ. Θηρ. 131, Λυκόφρ. 612.

Greek Monolingual

θουραῖος, -αία, -ον (Α) θούρος
(κατά τον Ησύχ.) βίαιος, ορμητικός, ασελγής, λάγνος.