Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιλιμνάζω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλιμνάζω]] (AM) [[λιμνάζω]]<br />[[κατακλύζω]], [[παρέχω]] πλουσιοπάροχα («([[Χριστός]]) πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων»).
|mltxt=[[ἐπιλιμνάζω]] (AM) [[λιμνάζω]]<br />[[κατακλύζω]], [[παρέχω]] πλουσιοπάροχα («([[Χριστός]]) πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῖς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων»).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιλιμνάζω:''' затоплять, наводнять, заболачивать (πεδία χειμάρροις ἐπιλελιμνασμένα Plut.).
|elrutext='''ἐπιλιμνάζω:''' затоплять, наводнять, заболачивать (πεδία χειμάρροις ἐπιλελιμνασμένα Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:15, 25 March 2021

German (Pape)

[Seite 958] einen See bilden durch Überschwemmung, πεδία ἐπιλελιμνασμένα χειμάῤῥοις, überschwemmt, Plut. Caes. 25.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ἐπιλελιμνασμένος;
former un marais en couvrant d’eaux stagnantes.
Étymologie: ἐπί, λιμνάζω.

Greek Monolingual

ἐπιλιμνάζω (AM) λιμνάζω
κατακλύζω, παρέχω πλουσιοπάροχα («(Χριστός) πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῖς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων»).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλιμνάζω: затоплять, наводнять, заболачивать (πεδία χειμάρροις ἐπιλελιμνασμένα Plut.).