συγκεραννύω: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῑς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῑσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> παντρεύομαι<br /><b>4.</b> [[είμαι]] άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («[[πενία]] δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> (για φωνήεντα) [[παθαίνω]] [[κράση]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκεράννυμαι</i><br />ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — [[πάσχω]] [[βαριά]] (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῑσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> παντρεύομαι<br /><b>4.</b> [[είμαι]] άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («[[πενία]] δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> (για φωνήεντα) [[παθαίνω]] [[κράση]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκεράννυμαι</i><br />ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — [[πάσχω]] [[βαριά]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῑς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῑσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> παντρεύομαι<br /><b>4.</b> [[είμαι]] άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («[[πενία]] δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> (για φωνήεντα) [[παθαίνω]] [[κράση]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκεράννυμαι</i><br />ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — [[πάσχω]] [[βαριά]] (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῑσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> παντρεύομαι<br /><b>4.</b> [[είμαι]] άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («[[πενία]] δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> (για φωνήεντα) [[παθαίνω]] [[κράση]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκεράννυμαι</i><br />ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — [[πάσχω]] [[βαριά]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:18, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεραννύω Medium diacritics: συγκεραννύω Low diacritics: συγκεραννύω Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΝΝΥΩ
Transliteration A: synkerannýō Transliteration B: synkerannyō Transliteration C: synkerannyo Beta Code: sugkerannu/w

English (LSJ)

v. συγκεράννυμι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συγκερνώ, -άω, και συγκιρνώ, -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, -άω, Α κεράννυμι / κεραννύω]
1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους
2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», Πλάτ.)
3. μτφ. μετριάζω τη σφοδρότητα αναμιγνύοντας κάτι με κάτι άλλολύπη τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. συνθέτω, συναποτελώ
2. δημιουργώ φιλία ή έχθρα με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῑσθαι», Ξεν.)
3. παντρεύομαι
4. είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («πενία δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», Σοφ.)
5. γραμμ. (για φωνήεντα) παθαίνω κράση
6. παθ. συγκεράννυμαι
ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις», Ξεν.)
7. φρ. «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — πάσχω βαριά (Σοφ.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συγκερνώ, -άω, και συγκιρνώ, -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, -άω, Α κεράννυμι / κεραννύω]
1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους
2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», Πλάτ.)
3. μτφ. μετριάζω τη σφοδρότητα αναμιγνύοντας κάτι με κάτι άλλολύπη τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. συνθέτω, συναποτελώ
2. δημιουργώ φιλία ή έχθρα με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῑσθαι», Ξεν.)
3. παντρεύομαι
4. είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («πενία δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», Σοφ.)
5. γραμμ. (για φωνήεντα) παθαίνω κράση
6. παθ. συγκεράννυμαι
ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις», Ξεν.)
7. φρ. «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — πάσχω βαριά (Σοφ.).