χαυνώνω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(46)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=χαυνῶ, -όω, ΝΜΑ [[χαῡνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[επιφέρω]] [[χαύνωση]], [[προξενώ]] πνευματική ή σωματική [[νωθρότητα]] («η [[τηλεόραση]] τον χαυνώνει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[εξασθενίζω]] [[κάτι]] («[[εἰρήνη]] χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χαυνοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[μαλακός]] («ἡ γῆ χαυνοῡται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[πλαδαρός]] («χαυνοῡσθαι ὑπὸ τοῡ νότου τὰ σώματα ταῑς κυούσαις», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ενέργεια]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον αλαζόνα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[φλόγωση]]) [[παρέρχομαι]], θεραπεύομαι.
|mltxt=χαυνῶ, -όω, ΝΜΑ [[χαῡνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[επιφέρω]] [[χαύνωση]], [[προξενώ]] πνευματική ή σωματική [[νωθρότητα]] («η [[τηλεόραση]] τον χαυνώνει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[εξασθενίζω]] [[κάτι]] («[[εἰρήνη]] χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χαυνοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[μαλακός]] («ἡ γῆ χαυνοῡται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[πλαδαρός]] («χαυνοῡσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῑς κυούσαις», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ενέργεια]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον αλαζόνα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[φλόγωση]]) [[παρέρχομαι]], θεραπεύομαι.
}}
}}

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Greek Monolingual

χαυνῶ, -όω, ΝΜΑ χαῡνος
νεοελλ.
(μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τον χαυνώνει»)
μσν.
1. μτφ. εξασθενίζω κάτιεἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)
2. παθ. χαυνοῡμαι, -όομαι
γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ χαυνοῡται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι πλαδαρός («χαυνοῡσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῑς κυούσαις», Αιλ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ενέργεια) χαλαρώνω
2. μτφ. κάνω κάποιον αλαζόνα
3. παθ. (για φλόγωση) παρέρχομαι, θεραπεύομαι.