καρφολογώ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(19) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α καρφολογῶ, -έω)<br />[[συλλέγω]] [[ξερά]] χόρτα ( | |mltxt=(Α καρφολογῶ, -έω)<br />[[συλλέγω]] [[ξερά]] χόρτα («καρφολογεῖν τὰ δένδρα» — να κόβει [[κάποιος]] τα [[ξερά]] κλαδιά από τα δένδρα, Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφαιρώ]] μικρά τεμάχια αχύρων, [[τρίχες]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] τα οποία βρίσκονται στα ρούχα κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφος]] <span style="color: red;">+</span> <i>λογῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θριαμβο</i>-[[λογώ]], <i>πολιτικο</i>-[[λογώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 26 March 2021
Greek Monolingual
(Α καρφολογῶ, -έω)
συλλέγω ξερά χόρτα («καρφολογεῖν τὰ δένδρα» — να κόβει κάποιος τα ξερά κλαδιά από τα δένδρα, Θεόφρ.)
αρχ.
αφαιρώ μικρά τεμάχια αχύρων, τρίχες ή κάτι άλλο τα οποία βρίσκονται στα ρούχα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. θριαμβο-λογώ, πολιτικο-λογώ].