προτιμώ: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=προτιμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [[τιμῶ]]<br />[[τιμώ]] κάποιον ή [[κάτι]] περισσότερο ή του [[αποδίδω]] μεγαλύτερη [[σημασία]], [[προκρίνω]] (α. «προτίμησε τον θάνατο από την [[ατιμία]]» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μού αρέσει [[κάτι]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] («προτιμά να παίζει [[παρά]] να μελετά»)<br /><b>2.</b> [[επιλέγω]] («τί προτιμάτε;»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμώ]] περισσότερο [[κάτι]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] πιο άξιο («οὕτω γυναικὸς οὐ προτιμήσω [[μόρον]] ἄνδρα κτανούσης δωμάτων ἐπίσκοπον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ (α. «προτιμέοντες καθαροὶ [[εἶναι]] ἤ εὐπρεπέστεροι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὸν ἄν ἐγὼ πᾱσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους | |mltxt=προτιμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [[τιμῶ]]<br />[[τιμώ]] κάποιον ή [[κάτι]] περισσότερο ή του [[αποδίδω]] μεγαλύτερη [[σημασία]], [[προκρίνω]] (α. «προτίμησε τον θάνατο από την [[ατιμία]]» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μού αρέσει [[κάτι]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] («προτιμά να παίζει [[παρά]] να μελετά»)<br /><b>2.</b> [[επιλέγω]] («τί προτιμάτε;»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμώ]] περισσότερο [[κάτι]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] πιο άξιο («οὕτω γυναικὸς οὐ προτιμήσω [[μόρον]] ἄνδρα κτανούσης δωμάτων ἐπίσκοπον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ (α. «προτιμέοντες καθαροὶ [[εἶναι]] ἤ εὐπρεπέστεροι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὸν ἄν ἐγὼ πᾱσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φροντίζω]], [[σκέπτομαι]] για [[κάτι]] («μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ' ὑλαγμάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>προτιμῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />θεωρούμαι [[ανώτερος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «προτιμᾱσθαι ἀποθανεῖν» — επιλέγομαι ως μελλοντικό [[θύμα]]<br />β) «προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινά» — προκρίνομαι [[δημόσια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
προτιμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α τιμῶ
τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή του αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. μού αρέσει κάτι περισσότερο από κάτι άλλο («προτιμά να παίζει παρά να μελετά»)
2. επιλέγω («τί προτιμάτε;»)
αρχ.
1. εκτιμώ περισσότερο κάτι επειδή το θεωρώ πιο άξιο («οὕτω γυναικὸς οὐ προτιμήσω μόρον ἄνδρα κτανούσης δωμάτων ἐπίσκοπον», Αισχύλ.)
2. επιθυμώ κάτι περισσότερο από κάτι άλλο ή επιθυμώ κάτι πάρα πολύ (α. «προτιμέοντες καθαροὶ εἶναι ἤ εὐπρεπέστεροι», Ηρόδ.
β. «τὸν ἄν ἐγὼ πᾱσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν», Ηρόδ.)
3. φροντίζω, σκέπτομαι για κάτι («μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ' ὑλαγμάτων», Αισχύλ.)
4. παθ. προτιμῶμαι, -άομαι
θεωρούμαι ανώτερος
5. φρ. α) «προτιμᾱσθαι ἀποθανεῖν» — επιλέγομαι ως μελλοντικό θύμα
β) «προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινά» — προκρίνομαι δημόσια.