προσμαρτυρώ: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(35) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=προσμαρτυρῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καταθέτω]] πρόσθετη [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> [[βεβαιώνω]] [[κάτι]] με πρόσθετη [[μαρτυρία]]<br /><b>3.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]] [[κάτι]] [[επίσημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με την [[αναγνώριση]] της θείας ιδιότητας του Ιησού από τον Πατέρα) [[επιβεβαιώνω]] [[επίσημα]] την ύπαρξη ή την [[ιδιότητα]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταγγέλλω]] με [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> [[αφιερώνω]] σε κάποιον [[κάτι]] («[[πάντα]] τῷ θεῷ | |mltxt=προσμαρτυρῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καταθέτω]] πρόσθετη [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> [[βεβαιώνω]] [[κάτι]] με πρόσθετη [[μαρτυρία]]<br /><b>3.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]] [[κάτι]] [[επίσημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με την [[αναγνώριση]] της θείας ιδιότητας του Ιησού από τον Πατέρα) [[επιβεβαιώνω]] [[επίσημα]] την ύπαρξη ή την [[ιδιότητα]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταγγέλλω]] με [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> [[αφιερώνω]] σε κάποιον [[κάτι]] («[[πάντα]] τῷ θεῷ προσμαρτυρεῖν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[φαίνομαι]] και εγώ [[επίσης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
προσμαρτυρῶ, -έω, ΝΜΑ
1. καταθέτω πρόσθετη μαρτυρία
2. βεβαιώνω κάτι με πρόσθετη μαρτυρία
3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω κάτι επίσημα
μσν.
εκκλ. (ιδίως σχετικά με την αναγνώριση της θείας ιδιότητας του Ιησού από τον Πατέρα) επιβεβαιώνω επίσημα την ύπαρξη ή την ιδιότητα κάποιου
αρχ.
1. καταγγέλλω με μαρτυρία
2. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («πάντα τῷ θεῷ προσμαρτυρεῖν», Ιώσ.)
3. αστρολ. φαίνομαι και εγώ επίσης.