λιπαρώ: Difference between revisions
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=λιπαρῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αντιστέκομαι]] επίμονα, [[επιμένω]], [[εμμένω]] («λιπαρήσωμεν οὕτω, [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] με [[επιμονή]], [[γίνομαι]] [[φορτικός]] με τα παρακάλια μου<br /><b>3.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον θερμά να κάνει [[κάτι]] (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῑς | |mltxt=λιπαρῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αντιστέκομαι]] επίμονα, [[επιμένω]], [[εμμένω]] («λιπαρήσωμεν οὕτω, [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] με [[επιμονή]], [[γίνομαι]] [[φορτικός]] με τα παρακάλια μου<br /><b>3.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον θερμά να κάνει [[κάτι]] (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῑς τυχεῖν;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[καταλιπαρώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 27 March 2021
Greek Monolingual
λιπαρῶ, -έω (Α)
1. αντιστέκομαι επίμονα, επιμένω, εμμένω («λιπαρήσωμεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν», Ηρόδ.)
2. παρακαλώ, ικετεύω με επιμονή, γίνομαι φορτικός με τα παρακάλια μου
3. παρακαλώ κάποιον θερμά να κάνει κάτι (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», Αισχύλ.
β. «τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῑς τυχεῖν;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καταλιπαρώ].