παρευθύς: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[αμέσως]], στη [[στιγμή]], [[πάραυτα]] (α. «και [[παρευθύς]] σηκώνεται από [[χάμου]], και τραγουδάει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[παρευθύς]] εἰς τὴν Ἰταλίαν | |mltxt=ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[αμέσως]], στη [[στιγμή]], [[πάραυτα]] (α. «και [[παρευθύς]] σηκώνεται από [[χάμου]], και τραγουδάει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[παρευθύς]] εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀποπλεῦσαι», Δίων Κάσσ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 27 March 2021
English (LSJ)
Adv., A = εὐθύς, D.C.63.19, Prisc.p.325 D.
German (Pape)
[Seite 519] u. παρευθύ, = εὐθύς, εὐθύ, sogleich, D. Cass. 63, 19 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρευθύς: Ἐπίρρ., = εὐθύς, Δίων Κ. 63. 19· - παρευθύ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀρχήν, κλ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ
επίρρ. αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα (α. «και παρευθύς σηκώνεται από χάμου, και τραγουδάει», Σολωμ.
β. «παρευθύς εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀποπλεῦσαι», Δίων Κάσσ.).