ᾠοτοκία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ᾠοτοκία]], ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>1.</b> η [[γέννηση]] αβγών<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> [[τρόπος]] αναπαραγωγής τών ζώων [[κατά]] τον οποίο το θηλυκό [[άτομο]] γεννά, [[αντί]] για νεογνά, αβγά που εκκολάπτονται έξω από τον μητρικό οργανισμό (α. «[[ωοτοκία]] ψαριών» β. «ταῑς τῶν κροκοδείλων ᾠοτοκίαις», Ηλιόδ.).
|mltxt=η / [[ᾠοτοκία]], ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>1.</b> η [[γέννηση]] αβγών<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> [[τρόπος]] αναπαραγωγής τών ζώων [[κατά]] τον οποίο το θηλυκό [[άτομο]] γεννά, [[αντί]] για νεογνά, αβγά που εκκολάπτονται έξω από τον μητρικό οργανισμό (α. «[[ωοτοκία]] ψαριών» β. «ταῖς τῶν κροκοδείλων ᾠοτοκίαις», Ηλιόδ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ᾠοτοκία:''' ἡ кладка яиц Arst., Plut.
|elrutext='''ᾠοτοκία:''' ἡ кладка яиц Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 09:00, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοτοκία Medium diacritics: ᾠοτοκία Low diacritics: ωοτοκία Capitals: ΩΟΤΟΚΙΑ
Transliteration A: ōiotokía Transliteration B: ōotokia Transliteration C: ootokia Beta Code: w)|otoki/a

English (LSJ)

ἡ, A laying of eggs, Arist.HA538a7, GA728b7; πρὸ τῆς ᾠ. before they lay their eggs, Plu.2.637f: pl., Hld.9.22, Gp.14.7.9.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοτοκία: ἡ, τὸ ᾠοτοκεῖν, τὸ τίκτειν ᾠά, Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα. Ἱστ. 4. 11, 5, περὶ Ζῴων Γεν. 1. 20, 11· πρὸ τῆς ᾠοτ., πρὶν ἢ γεννήσωσι τὰ ᾠά των, Πλούτ. 2. 637F· - ἐν τῷ πληθ., Ἡλιόδ. 9. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faculté de pondre, ponte.
Étymologie: ᾠόν, τίκτω.

Greek Monolingual

η / ᾠοτοκία, ΝΜΑ ωοτόκος
1. η γέννηση αβγών
2. βιολ. τρόπος αναπαραγωγής τών ζώων κατά τον οποίο το θηλυκό άτομο γεννά, αντί για νεογνά, αβγά που εκκολάπτονται έξω από τον μητρικό οργανισμό (α. «ωοτοκία ψαριών» β. «ταῖς τῶν κροκοδείλων ᾠοτοκίαις», Ηλιόδ.).

Russian (Dvoretsky)

ᾠοτοκία: ἡ кладка яиц Arst., Plut.