πύρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
(35)
 
m (Text replacement - "νοῡς " to "νοῦς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜ<br /><b>μτφ.</b> το ερωτικό [[πάθος]] («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῡς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ακτινοβολία]] της θερμότητας της φωτιάς, [[πυράδα]]<br /><b>2.</b> [[φλόγωση]] ασθενούς μέλους του σώματος ή [[ερεθισμός]] πληγής<br /><b>3.</b> η [[θερμότητα]] που οφείλεται στον [[παραπάνω]] ερεθισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>πυρῶ</i> / [[πυρώνω]] (<b>πρβλ.</b> [[κάψα]]: [[καψώνω]])].
|mltxt=η, ΝΜ<br /><b>μτφ.</b> το ερωτικό [[πάθος]] («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῦς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ακτινοβολία]] της θερμότητας της φωτιάς, [[πυράδα]]<br /><b>2.</b> [[φλόγωση]] ασθενούς μέλους του σώματος ή [[ερεθισμός]] πληγής<br /><b>3.</b> η [[θερμότητα]] που οφείλεται στον [[παραπάνω]] ερεθισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>πυρῶ</i> / [[πυρώνω]] (<b>πρβλ.</b> [[κάψα]]: [[καψώνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 27 March 2021

Greek Monolingual

η, ΝΜ
μτφ. το ερωτικό πάθος («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῦς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. η ακτινοβολία της θερμότητας της φωτιάς, πυράδα
2. φλόγωση ασθενούς μέλους του σώματος ή ερεθισμός πληγής
3. η θερμότητα που οφείλεται στον παραπάνω ερεθισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. πυρῶ / πυρώνω (πρβλ. κάψα: καψώνω)].