συγκατάθεση: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῖς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾶλλον τοῖς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῖς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾶλλον τοῖς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

η / συγκατάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α συγκατατίθημι
επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾶλλον τοῖς πράττουσι», Πολ.)
νεοελλ.
(νομ.) συναίνεση προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας
αρχ.
1. συμφωνία
2. (στη στωική φιλοσοφία) συγκατάνευση του νου προς τα διδασκόμενα
3. υποταγή
4. γραμμ. κατάφαση, βεβαίωση («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», Σοφ.).

Greek Monolingual

η / συγκατάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α συγκατατίθημι
επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾶλλον τοῖς πράττουσι», Πολ.)
νεοελλ.
(νομ.) συναίνεση προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας
αρχ.
1. συμφωνία
2. (στη στωική φιλοσοφία) συγκατάνευση του νου προς τα διδασκόμενα
3. υποταγή
4. γραμμ. κατάφαση, βεβαίωση («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», Σοφ.).