αργώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀργῶ, -έω) [[[αργός]] (II)]<br /><b>1.</b> δεν [[εργάζομαι]] [[επειδή]] [[είναι]] [[γιορτή]] ή για οποιονδήποτε [[άλλο]] λόγο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν [[σήμερα]]» <br />β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, [[είναι]] κλειστό <b>(Δημ.)</b><br />γ) «oἱ ἀργοῡντες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν [[τίποτε]] (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθυστερώ]] να [[κάνω]] ή να γίνω [[κάτι]] («άργησα να φτάσω»<br />«άργησε ν' ανθήσει»<br />«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]] τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην [[αγορά]] — <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γῆ ἀργοῡσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]].
|mltxt=(AM ἀργῶ, -έω) [[[αργός]] (II)]<br /><b>1.</b> δεν [[εργάζομαι]] [[επειδή]] [[είναι]] [[γιορτή]] ή για οποιονδήποτε [[άλλο]] λόγο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν [[σήμερα]]» <br />β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, [[είναι]] κλειστό <b>(Δημ.)</b><br />γ) «oἱ ἀργοῦν
τες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν [[τίποτε]] (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθυστερώ]] να [[κάνω]] ή να γίνω [[κάτι]] («άργησα να φτάσω»<br />«άργησε ν' ανθήσει»<br />«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]] τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην [[αγορά]] — <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γῆ ἀργοῡσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]].
}}
}}

Revision as of 14:16, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἀργῶ, -έω) [[[αργός]] (II)]
1. δεν εργάζομαι επειδή είναι γιορτή ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο
2. φρ. α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν σήμερα»
β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, είναι κλειστό (Δημ.)
γ) «oἱ ἀργοῦν τες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν τίποτε (Σοφ.)
νεοελλ.
1. καθυστερώ να κάνω ή να γίνω κάτι («άργησα να φτάσω»
«άργησε ν' ανθήσει»
«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)
2. κάνω κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)
αρχ.
1. παραμελώ, αφήνω τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην αγοράΠλάτ.)
2. φρ. «γῆ ἀργοῡσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (Ξεν.)
3. παθ. μένω ανεκτέλεστος.