προσδιαστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] επί [[πλέον]] («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῖς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῖν δοκοῡντι προσδιαστρεφόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαστρέφω]] «[[διαστρεβλώνω]]»].
|mltxt=Α<br />[[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] επί [[πλέον]] («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῖς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῖν δοκοῦν
τι προσδιαστρεφόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαστρέφω]] «[[διαστρεβλώνω]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσδιαστρέφω:''' сверх того развращать, извращать или портить (τινά, τὴν αἴσθησιν Plut.).
|elrutext='''προσδιαστρέφω:''' сверх того развращать, извращать или портить (τινά, τὴν αἴσθησιν Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:20, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιαστρέφω Medium diacritics: προσδιαστρέφω Low diacritics: προσδιαστρέφω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: prosdiastréphō Transliteration B: prosdiastrephō Transliteration C: prosdiastrefo Beta Code: prosdiastre/fw

English (LSJ)

A pervert besides, of persons, Plu.2.61b (Pass.), 697d; also τὴν αἴσθησιν ib.1083b.

German (Pape)

[Seite 756] noch dazu verdrehen, verderben, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαστρέφω: διαστρέφω προσέτι, Πλούτ. 2. 61Β, 697D.

French (Bailly abrégé)

pervertir ou dépraver davantage.
Étymologie: πρός, διαστρέφω.

Greek Monolingual

Α
διαστρέφω, διαστρεβλώνω επί πλέον («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῖς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῖν δοκοῦν τι προσδιαστρεφόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαστρέφω «διαστρεβλώνω»].

Russian (Dvoretsky)

προσδιαστρέφω: сверх того развращать, извращать или портить (τινά, τὴν αἴσθησιν Plut.).