κίτταρος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίτταρος]], ὁ (Α) [[κίτταρις]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[διάδημα]] ὅ φοροῡσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῡντες κίτταροι λέγονται».
|mltxt=[[κίτταρος]], ὁ (Α) [[κίτταρις]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[διάδημα]] ὅ φοροῡσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῦν
τες κίτταροι λέγονται».
}}
}}

Revision as of 14:22, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίτταρος Medium diacritics: κίτταρος Low diacritics: κίτταρος Capitals: ΚΙΤΤΑΡΟΣ
Transliteration A: kíttaros Transliteration B: kittaros Transliteration C: kittaros Beta Code: ki/ttaros

English (LSJ)

ὁ, wearer of κίδαρις (Cyprian), Hsch.

Greek Monolingual

κίτταρος, ὁ (Α) κίτταρις
(κατά τον Ησύχ.) «διάδημα ὅ φοροῡσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῦν τες κίτταροι λέγονται».